Anonymous

γυῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυῖον''': τό, [[μέλος]]· [[συχν]]. παρ' Ὁμήρῳ, [[ὅστις]] ἀείποτε μεταχειρίζεται πληθ. ἐν φράσεσι: γυῖα λέλυντο, [[τρόμος]] ἢ [[κάματος]] λάβε γυῖα, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 913, πρβλ. Ἀποσπ. 449· [[ὡσαύτως]] γυῖα ποδῶν, οἱ πόδες, Ἰλ. Ν. 512· γυῖα, αἱ χεῖρες, Θεόκρ. 22. 81· καὶ [[γυῖον]], καθ' ἑνικ. ἡ [[χείρ]], [[αὐτόθι]] 121· ἀλλὰ [[γυῖον]], τὸ ὅλον [[σῶμα]], Πίνδ. Ν. 7. 108, Ἱππ. 1181. 1, κτλ., ἴδε Fo ës, Οἰκον.·- μητρὸς γυῖα, ἡ [[μήτρα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 20.- Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ΙΙ. [[γύης]], Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 183.
|lstext='''γυῖον''': τό, [[μέλος]]· [[συχν]]. παρ' Ὁμήρῳ, [[ὅστις]] ἀείποτε μεταχειρίζεται πληθ. ἐν φράσεσι: γυῖα λέλυντο, [[τρόμος]] ἢ [[κάματος]] λάβε γυῖα, κτλ.· οὕτω καὶ παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 913, πρβλ. Ἀποσπ. 449· [[ὡσαύτως]] γυῖα ποδῶν, οἱ πόδες, Ἰλ. Ν. 512· γυῖα, αἱ χεῖρες, Θεόκρ. 22. 81· καὶ [[γυῖον]], καθ' ἑνικ. ἡ [[χείρ]], [[αὐτόθι]] 121· ἀλλὰ [[γυῖον]], τὸ ὅλον [[σῶμα]], Πίνδ. Ν. 7. 108, Ἱππ. 1181. 1, κτλ., ἴδε Fo ës, Οἰκον.·- μητρὸς γυῖα, ἡ [[μήτρα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 20.- Οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ. ΙΙ. [[γύης]], Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 183.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> membre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> genou, jambe;<br /><b>2</b> <i>périphr.</i> γυῖα ποδῶν IL les pieds;<br /><b>3</b> poing ; τὰ γυῖα les bras;<br /><b>II.</b> <i>au sg.</i> le corps entier.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[γύης]].
}}
}}