Anonymous

μετέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετέχω''': Αἰολ. [[πεδέχω]] Ἀλκαῖ. 58, Σαπφὼ 73: μέλλ. μεθέξω: πρκμ. μετέσχηκα Ἡρόδ. 3. 80. Ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔχω [[μέρος]] ἔν τινι· - Συντάσσ., 1) τὸ πλεῖστον μόνον [[μετὰ]] γεν. πράγματ., Θέογν. 82. 354, Αἰσχύλ. Πρ. 331, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· μ. τοῦ λόγου, γινώσκειν τὸ μυστικόν, ὁ αὐτ. 1. 127· [[μετὰ]] γεν. προσ., ἔχω [[μέρος]], [[μετέχω]] τῆς φιλίας τινός, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 54· μ. τῶν πεντακισχιλίων, εἶμαι ἐν τῇ σειρᾷ μου [[μέλος]] τῶν 5000, Θουκ. 8. 86· - καὶ [[προσέτι]] [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., μετ. τινός τινι, ἔχω [[μέρος]] εἴς τι (γεν.) ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου (δοτ.) οὔ οἱ μ. θράσεος Πινδ. Π. 2. 153· πόνων μ. Ἡρακλέει Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 8· ἔργου Ἀνδοκ. 9. 8· μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τινι Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20· μ. ἴσων τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 15, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 805D· -[[ὡσαύτως]], ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων Σοφ. Ἠλ. 1168. 2) [[συχνάκις]] προστίθεται τὸ [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]], τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοίρην μετ. Ἡρόδ. 1. 204· μετ. τάφου [[μέρος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 226, Λυσίας 187. 15· ἀκολούθως, 3) μετ’ αἰτ. πράγματ., ὅτε τὸ [[πρᾶγμα]] [[πάλιν]] θεωρεῖται ὡς [[μέρος]] ὅλου, μ. ἴσον (ἐξυπακ. [[μέρος]]) ἀγαθῶν τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28, πρβλ. Εὐριπ. Ἀποσπ. 786· μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 1144. 4) σπανίως [[μετὰ]] μόνης αἰτ., ἀκερδῆ [[χάριν]] μ. Σοφ. Ο. Κ. 1484· μυστήρια πάντα μ. Χρησμ. Σιβ. 8. 56. 5) ἐν Θουκ. 2. 16, τῇ... κατὰ τὴν χώραν... οἰκήσει μετεῖχον, ὁ Σχολ. νομίζει ὅτι τό: τῇ οἰκήσει [[εἶναι]] = τῆς οἰκήσεως· ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Matth. ὀρθῶς ποιῶν ὑπονοεῖ τῶν ἀγρῶν καὶ ἐκλαμβάνει τὸ τῇ οἰκήσει ὡς δοτ. τρόπου β) μ. [[περί]] τινος, ἔχω γνῶσίν τινα [[περί]]..., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 12. 7) ἀπολ., οἱ μετέχοντες, οἱ σύντροφοι, οἱ συναυτουργοί, Ἡρόδ. 8. 132. ΙΙ. ἐν τῇ Πλατωνικῇ φιλοσοφίᾳ, μετέχειν τῶν εἰδῶν ἦτο [[φράσις]] δηλοῦσα συμμετοχὴν ἐν τοῖς συστατικοῖς τῶν ἰδεῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 6 κἑξ.· μετέχονται (ἐξυπακούεται αἱ ἰδέαι), συμμετέχονται, [[αὐτόθι]] 3· ἴδε [[μέθεξις]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], τὰ μὲν εἴδη μετέχει τῶν γενῶν, τὰ δὲ γένη τῶν εἰδῶν οὔ Ἀριστ. Τοπ. 4. 1, 5, πρβλ. 6. 6, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 3 (ἴδε Bonitz σ. 343)· πρβλ. καὶ προηγ.
|lstext='''μετέχω''': Αἰολ. [[πεδέχω]] Ἀλκαῖ. 58, Σαπφὼ 73: μέλλ. μεθέξω: πρκμ. μετέσχηκα Ἡρόδ. 3. 80. Ἔχω ἢ [[λαμβάνω]] [[μέρος]] εἴς τι, ἔχω [[μέρος]] ἔν τινι· - Συντάσσ., 1) τὸ πλεῖστον μόνον [[μετὰ]] γεν. πράγματ., Θέογν. 82. 354, Αἰσχύλ. Πρ. 331, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, ὡς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.· μ. τοῦ λόγου, γινώσκειν τὸ μυστικόν, ὁ αὐτ. 1. 127· [[μετὰ]] γεν. προσ., ἔχω [[μέρος]], [[μετέχω]] τῆς φιλίας τινός, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 54· μ. τῶν πεντακισχιλίων, εἶμαι ἐν τῇ σειρᾷ μου [[μέλος]] τῶν 5000, Θουκ. 8. 86· - καὶ [[προσέτι]] [[μετὰ]] δοτ. προσώπ., μετ. τινός τινι, ἔχω [[μέρος]] εἴς τι (γεν.) ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου (δοτ.) οὔ οἱ μ. θράσεος Πινδ. Π. 2. 153· πόνων μ. Ἡρακλέει Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 8· ἔργου Ἀνδοκ. 9. 8· μ. ἱερῶν καὶ θυσιῶν τινι Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20· μ. ἴσων τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 1, 15, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 805D· -[[ὡσαύτως]], ξὺν σοὶ μετεῖχον τῶν ἴσων Σοφ. Ἠλ. 1168. 2) [[συχνάκις]] προστίθεται τὸ [[μέρος]] ἢ [[μερίδιον]], τοῦ πεδίου οὐκ ἐλαχίστην μοίρην μετ. Ἡρόδ. 1. 204· μετ. τάφου [[μέρος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 507, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 226, Λυσίας 187. 15· ἀκολούθως, 3) μετ’ αἰτ. πράγματ., ὅτε τὸ [[πρᾶγμα]] [[πάλιν]] θεωρεῖται ὡς [[μέρος]] ὅλου, μ. ἴσον (ἐξυπακ. [[μέρος]]) ἀγαθῶν τινι Ξεν. Κύρ. 7. 2, 28, πρβλ. Εὐριπ. Ἀποσπ. 786· μ. τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοὶ Ἀριστοφ. Πλ. 1144. 4) σπανίως [[μετὰ]] μόνης αἰτ., ἀκερδῆ [[χάριν]] μ. Σοφ. Ο. Κ. 1484· μυστήρια πάντα μ. Χρησμ. Σιβ. 8. 56. 5) ἐν Θουκ. 2. 16, τῇ... κατὰ τὴν χώραν... οἰκήσει μετεῖχον, ὁ Σχολ. νομίζει ὅτι τό: τῇ οἰκήσει [[εἶναι]] = τῆς οἰκήσεως· ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Matth. ὀρθῶς ποιῶν ὑπονοεῖ τῶν ἀγρῶν καὶ ἐκλαμβάνει τὸ τῇ οἰκήσει ὡς δοτ. τρόπου β) μ. [[περί]] τινος, ἔχω γνῶσίν τινα [[περί]]..., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 12. 7) ἀπολ., οἱ μετέχοντες, οἱ σύντροφοι, οἱ συναυτουργοί, Ἡρόδ. 8. 132. ΙΙ. ἐν τῇ Πλατωνικῇ φιλοσοφίᾳ, μετέχειν τῶν εἰδῶν ἦτο [[φράσις]] δηλοῦσα συμμετοχὴν ἐν τοῖς συστατικοῖς τῶν ἰδεῶν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 9, 6 κἑξ.· μετέχονται (ἐξυπακούεται αἱ ἰδέαι), συμμετέχονται, [[αὐτόθι]] 3· ἴδε [[μέθεξις]] ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ, [[περιέχω]], [[περιλαμβάνω]], τὰ μὲν εἴδη μετέχει τῶν γενῶν, τὰ δὲ γένη τῶν εἰδῶν οὔ Ἀριστ. Τοπ. 4. 1, 5, πρβλ. 6. 6, 3, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 3 (ἴδε Bonitz σ. 343)· πρβλ. καὶ προηγ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεθέξω, <i>ao.2</i> μετέσχον, <i>etc.</i><br /><b>1</b> ([[μετά]], avec) avoir part à, participer à : μετέχειν μοῖράν τινος HDT <i>ou</i> [[μέρος]] τινός ESCHL <i>ou simpl.</i> μετέχειν τινός <i>ou</i> τινί, <i>rar.</i> μετέχειν [[τι]] SOPH avoir sa part de qch, participer à qch, partager qch ; τινος [[ξύν]] τινι SOPH qch avec qqn ; <i>ou simpl.</i> avec le dat. ; τινί τινος, <i>rar.</i> τινί [[τι]], partager qch avec qqn ; <i>abs.</i> avoir part à qch, être complice de qch;<br /><b>2</b> ([[μετά]], après, successivement) faire se succéder, changer.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἔχω]].
}}
}}