Anonymous

ἠρεμίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠρεμίζω''': ποιῶ τινα ἤρεμον, ἥσυχον. - Παθ., εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 29, 1. 2) ποιῶ τινα ἥσυχον, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 7, 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 8, 9. - Παθ., εἶμαι [[ἥσυχος]] καὶ [[γαλήνιος]], ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμετάβ. = [[ἠρεμέω]], Ξεν. Λακ. 1, 3.
|lstext='''ἠρεμίζω''': ποιῶ τινα ἤρεμον, ἥσυχον. - Παθ., εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 29, 1. 2) ποιῶ τινα ἥσυχον, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 7, 15, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 2. 8, 9. - Παθ., εἶμαι [[ἥσυχος]] καὶ [[γαλήνιος]], ὁ αὐτ. Φυσ. 7. 3, 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἀμετάβ. = [[ἠρεμέω]], Ξεν. Λακ. 1, 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> calmer, faire reposer, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se tenir en repos.<br />'''Étymologie:''' ἠρεμής.
}}
}}