Anonymous

μετακινητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετακῑνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ [[ὁμολογία]] Θουκ. 5. 21.
|lstext='''μετακῑνητός''': -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ [[ὁμολογία]] Θουκ. 5. 21.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut déplacer <i>ou</i> changer.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[μετακινέω]].
}}
}}