Anonymous

ἀτιμητέον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτιμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ [[ὄνειδος]], τοὺς συκοφαντοῦντας [[ἀτιμητέον]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).
|lstext='''ἀτιμητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀτιμάσῃ, καταρρίψῃ εἰς ἀτιμίαν ἢ [[ὄνειδος]], τοὺς συκοφαντοῦντας [[ἀτιμητέον]] Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 175 (ἂν μὴ ἀναγν. -ωτέον).
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἀτιμάω]].
}}
}}