Anonymous

ἐποικτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐποικτίζω''': [[οἰκτίρω]], μετ᾿ αἰτιατ., [[θέαμα]] δ᾿ εἰσόψει [[τάχα]] τοιοῦτον [[οἷον]] καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]], Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.
|lstext='''ἐποικτίζω''': [[οἰκτίρω]], μετ᾿ αἰτιατ., [[θέαμα]] δ᾿ εἰσόψει [[τάχα]] τοιοῦτον [[οἷον]] καὶ στυγοῦντ᾿ ἐποικτίσαι Σοφ. Ο. Τ. 1296· «ἐποικτίσας· οἰκτείρας» Ἡσύχ. ― Μέσ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]], Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 27, 3.
}}
{{bailly
|btext=déplorer, plaindre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[οἰκτίζω]].
}}
}}