3,277,172
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλύτης''': -ητος, ἡ, ([[θῆλυς]]) θήλεια [[φύσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀρρενότης]], Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 6, 11. β) ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. Φυτ. 1. 2, 8. 2) [[γυναικεῖος]] [[τρόπος]], [[λεπτότης]], Πλούτ. Κράσσ. 32· ἡ θηλ. τοῦ κάλλους, ἡ [[γυναικώδης]] [[φύσις]] τοῦ..., [[αὐτόθι]] 24· [[ὡσαύτως]], θηλυπρέπεια, ἐσθήτων ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 16, κτλ. | |lstext='''θηλύτης''': -ητος, ἡ, ([[θῆλυς]]) θήλεια [[φύσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀρρενότης]], Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 6, 11. β) ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. Φυτ. 1. 2, 8. 2) [[γυναικεῖος]] [[τρόπος]], [[λεπτότης]], Πλούτ. Κράσσ. 32· ἡ θηλ. τοῦ κάλλους, ἡ [[γυναικώδης]] [[φύσις]] τοῦ..., [[αὐτόθι]] 24· [[ὡσαύτως]], θηλυπρέπεια, ἐσθήτων ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 16, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nature efféminée, habitudes de mollesse;<br /><b>2</b> caractère efféminé (d’un genre de beauté, de vêtements).<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]]. | |||
}} | }} |