Anonymous

θηλύτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλύτης''': -ητος, ἡ, ([[θῆλυς]]) θήλεια [[φύσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀρρενότης]], Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 6, 11. β) ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. Φυτ. 1. 2, 8. 2) [[γυναικεῖος]] [[τρόπος]], [[λεπτότης]], Πλούτ. Κράσσ. 32· ἡ θηλ. τοῦ κάλλους, ἡ [[γυναικώδης]] [[φύσις]] τοῦ..., [[αὐτόθι]] 24· [[ὡσαύτως]], θηλυπρέπεια, ἐσθήτων ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 16, κτλ.
|lstext='''θηλύτης''': -ητος, ἡ, ([[θῆλυς]]) θήλεια [[φύσις]], ἀντίθετον τῷ [[ἀρρενότης]], Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 6, 11. β) ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. Φυτ. 1. 2, 8. 2) [[γυναικεῖος]] [[τρόπος]], [[λεπτότης]], Πλούτ. Κράσσ. 32· ἡ θηλ. τοῦ κάλλους, ἡ [[γυναικώδης]] [[φύσις]] τοῦ..., [[αὐτόθι]] 24· [[ὡσαύτως]], θηλυπρέπεια, ἐσθήτων ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 16, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nature efféminée, habitudes de mollesse;<br /><b>2</b> caractère efféminé (d’un genre de beauté, de vêtements).<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]].
}}
}}