Anonymous

ἀτρεμαῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτρεμαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀτρεμής]]· ἀτρ. βοά, [[ψιθυρισμός]], Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.
|lstext='''ἀτρεμαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀτρεμής]]· ἀτρ. βοά, [[ψιθυρισμός]], Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui ne tremble pas, immobile, calme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τρέμω]].
}}
}}