Anonymous

στάδιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάδιον''': [ᾰ], τό· πληθ. στάδια καὶ ἑτερογεν. στάδιοι· ὁ Ἡρόδ. ποιεῖται χρῆσιν ἀμφοτέρων, στάδιοι 1. 26., 2. 149, 158, κ. ἀλλ., στάδια 4. 101., 5. 53., 9. 23· [[οὕτως]] ὁ Θουκ. ἐν τῷ αὐτῷ κεφ. (7. 78) ἔχει στάδια [[ἅπαξ]] καὶ σταδίους δίς· στάδια Εὐρ. Ἴων 497, Ἀριστοφ. Ὄρν. 6, Ἀντιφάν. ἐν «Ἐφεσίοις» 1, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.· ― στάδιοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1319, Πλάτ. Κριτί. 113C, 117Ε, κτλ.· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει [[παράδειγμα]] τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ.· ― [[κυρίως]], τὸ ἱστάμενον ἀκίνητον (ἴδε ἐν τέλει), [[ὅθεν]], Ι. ὡς ὡρισμένον [[μέτρον]] μήκους, = 100 ὀργυιαῖς ἢ 6 πλέθροις (Ἡρόδ. 2. 149), δηλ. ἴσον πρὸς 600 ἑλληνικοὺς καὶ 606 ¾ ἀγγλικοὺς πόδας ἢ πρὸς 184, 87 γαλλ. μέτρ. ἢ [[περίπου]] 1/8 τοῦ Ρωμαϊκοῦ μιλίου, Πολύβ. 3. 39, 8, Στράβ. 322· ― μακρότερον δὲ [[στάδιον]] ὧν 7 ½ ἀπετέλουν ἓν Ρωμαϊκὸν [[μίλιον]] μνημονεύεται τὸ πρῶτον παρὰ Δίωνι Κ. 52. 21· πρβλ. Ideler ἐν τῇ ἐκθέσει τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐν Βερολίνῳ Ἀκαδημείας, 1812-13, σ. 187 κἑξ., Hussey Weights and Measures, παράρτ. 11 κἑξ. 2) παρὰ τῷ Ἀριστοφ. εὑρίσκομεν: ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος, κατὰ .. ἄριστος, δηλ. εἰς ὑπερβολήν, Νεφ. 430· [[πλεῖν]] ἢ σταδίῳ λαλίστερος Βάτρ. 91. ΙΙ. [[δρόμος]] ἢ ἀγὼν δρόμου, ([[ἐπειδὴ]] ὁ ἐπισημότατος δρομικὸς ἀγὼν ὁ ἐν Ὀλυμπίᾳ εἶχεν ἀκριβῶς ἑνὸς σταδίου [[μῆκος]]), ἀντίθετον τῷ [[δίαυλος]] (πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 232), Πινδ. Ο. 13. 50· σταδίου [[πόνος]] (ἢ [[τόνος]]), [[δρόμος]], τιμὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 76., 13. 41, 49· γυμνὸν στ., ἀντίθετον τῷ [[ὁπλίτης]] [[δρόμος]], Π. 11. 41, 49· γυμνὸν στ., ἀντίθετον τῷ [[ὁπλίτης]] [[δρόμος]], Π. 11. 74· ὠκύτερον σταδίου Θέογν. 1306· ἀγωνίζεσθαι στ., [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Ἡρόδ. 5. 22· ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Α· [[νικᾶν]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 1, πρβλ. Πινδ. Ν. 8. 26· ἀσκεῖν Πλάτ. Θεάγ. 128Ε· ― ἐν σταδίοις, δηλ. ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4377. 2) πᾶς [[τόπος]] [[ἐπίπεδος]] καὶ [[ἀνοικτός]], [[οἷον]] πρὸς ὄρχησιν, Εὐρ. Ἴων 497· ― ξύλινον στ., ἐπὶ τοῦ ἀβακίου τῶν πεσσῶν, Ἀνθ. Π. 15. 18. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι· πρὸς τὸν Δωρικ. τύπον [[σπάδιον]] (ὃ ἴδε), πρβλ. τὸ Λατ. spalim).
|lstext='''στάδιον''': [ᾰ], τό· πληθ. στάδια καὶ ἑτερογεν. στάδιοι· ὁ Ἡρόδ. ποιεῖται χρῆσιν ἀμφοτέρων, στάδιοι 1. 26., 2. 149, 158, κ. ἀλλ., στάδια 4. 101., 5. 53., 9. 23· [[οὕτως]] ὁ Θουκ. ἐν τῷ αὐτῷ κεφ. (7. 78) ἔχει στάδια [[ἅπαξ]] καὶ σταδίους δίς· στάδια Εὐρ. Ἴων 497, Ἀριστοφ. Ὄρν. 6, Ἀντιφάν. ἐν «Ἐφεσίοις» 1, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.· ― στάδιοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1319, Πλάτ. Κριτί. 113C, 117Ε, κτλ.· ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει [[παράδειγμα]] τοῦ ἑνικοῦ ἀρσ.· ― [[κυρίως]], τὸ ἱστάμενον ἀκίνητον (ἴδε ἐν τέλει), [[ὅθεν]], Ι. ὡς ὡρισμένον [[μέτρον]] μήκους, = 100 ὀργυιαῖς ἢ 6 πλέθροις (Ἡρόδ. 2. 149), δηλ. ἴσον πρὸς 600 ἑλληνικοὺς καὶ 606 ¾ ἀγγλικοὺς πόδας ἢ πρὸς 184, 87 γαλλ. μέτρ. ἢ [[περίπου]] 1/8 τοῦ Ρωμαϊκοῦ μιλίου, Πολύβ. 3. 39, 8, Στράβ. 322· ― μακρότερον δὲ [[στάδιον]] ὧν 7 ½ ἀπετέλουν ἓν Ρωμαϊκὸν [[μίλιον]] μνημονεύεται τὸ πρῶτον παρὰ Δίωνι Κ. 52. 21· πρβλ. Ideler ἐν τῇ ἐκθέσει τῶν ἐργασιῶν τῆς ἐν Βερολίνῳ Ἀκαδημείας, 1812-13, σ. 187 κἑξ., Hussey Weights and Measures, παράρτ. 11 κἑξ. 2) παρὰ τῷ Ἀριστοφ. εὑρίσκομεν: ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος, κατὰ .. ἄριστος, δηλ. εἰς ὑπερβολήν, Νεφ. 430· [[πλεῖν]] ἢ σταδίῳ λαλίστερος Βάτρ. 91. ΙΙ. [[δρόμος]] ἢ ἀγὼν δρόμου, ([[ἐπειδὴ]] ὁ ἐπισημότατος δρομικὸς ἀγὼν ὁ ἐν Ὀλυμπίᾳ εἶχεν ἀκριβῶς ἑνὸς σταδίου [[μῆκος]]), ἀντίθετον τῷ [[δίαυλος]] (πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 232), Πινδ. Ο. 13. 50· σταδίου [[πόνος]] (ἢ [[τόνος]]), [[δρόμος]], τιμὰ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 76., 13. 41, 49· γυμνὸν στ., ἀντίθετον τῷ [[ὁπλίτης]] [[δρόμος]], Π. 11. 41, 49· γυμνὸν στ., ἀντίθετον τῷ [[ὁπλίτης]] [[δρόμος]], Π. 11. 74· ὠκύτερον σταδίου Θέογν. 1306· ἀγωνίζεσθαι στ., [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Ἡρόδ. 5. 22· ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Α· [[νικᾶν]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 1, πρβλ. Πινδ. Ν. 8. 26· ἀσκεῖν Πλάτ. Θεάγ. 128Ε· ― ἐν σταδίοις, δηλ. ἐν τῷ ἀμφιθεάτρῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4377. 2) πᾶς [[τόπος]] [[ἐπίπεδος]] καὶ [[ἀνοικτός]], [[οἷον]] πρὸς ὄρχησιν, Εὐρ. Ἴων 497· ― ξύλινον στ., ἐπὶ τοῦ ἀβακίου τῶν πεσσῶν, Ἀνθ. Π. 15. 18. (Ἐκ τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, στῆναι· πρὸς τὸν Δωρικ. τύπον [[σπάδιον]] (ὃ ἴδε), πρβλ. τὸ Λατ. spalim).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> le stade, mesure de 600 pieds grecs <i>ou</i> 625 pieds romains;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> carrière de la longueur d’un stade ; course dans le stade, course du stade : τὸ [[στάδιον]] ἀγωνίζεσθαι HDT disputer le prix de la course du stade.<br />'''Étymologie:''' [[στάδιος]].
}}
}}