Anonymous

εὔαγρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔαγρος''': ον. ([[ἄγρα]]) εὐτυχὴς ἐν τῇ ἄγρᾳ, [[ἐπιτυχής]], τὸν εὔαγρον τελειῶσαι [[λόχον]] Σοφ. Ο. Κ. 1089, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 34· παρέχων καλὴν ἄγραν, [[αὐτόθι]] 9. 555.
|lstext='''εὔαγρος''': ον. ([[ἄγρα]]) εὐτυχὴς ἐν τῇ ἄγρᾳ, [[ἐπιτυχής]], τὸν εὔαγρον τελειῶσαι [[λόχον]] Σοφ. Ο. Κ. 1089, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 34· παρέχων καλὴν ἄγραν, [[αὐτόθι]] 9. 555.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait une bonne chasse, une bonne pêche.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄγρα]].
}}
}}