Anonymous

παραθήγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
|lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.
}}
{{bailly
|btext=aiguiser ; <i>fig.</i> exciter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θήγω]].
}}
}}