3,270,340
edits
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυαρκής''': -ές, ([[ἀρκέω]]) ὁ [[λίαν]] [[βοηθητικός]], ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη [[πόλις]] Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ [[διάρκεια]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ζηκίδην [[γραπτέον]] πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως. | |lstext='''πολυαρκής''': -ές, ([[ἀρκέω]]) ὁ [[λίαν]] [[βοηθητικός]], ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη [[πόλις]] Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ [[διάρκεια]], Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― [[Κατὰ]] τὸν Ζηκίδην [[γραπτέον]] πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;<br /><i>Sp.</i> πολυαρκέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἀρκέω]]. | |||
}} | }} |