Anonymous

ἀποτελέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτελέω''': μέλλ. -τελέσω, Ἀττ. -τελῶ, [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], ἀποτελειώνω, συμπληρῶ [[ἔργον]] τι, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Πλάτ., κλ.: - Παθ. Θουκ. 4, 69: μετοχ. πρκμ. ἀποτετελεσμένος, [[τέλειος]], Λατ. omnibus, numeris absolutus, Ξεν. Οἰκ. 13, 3. 2) [[παράγω]], προξενῶ, νοσήματα Πλάτ. Τίμ. 84C: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 19, 20. 3) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ ὅ, τι [[ὀφείλω]] ἢ εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ ἐκπληρώσω, ἐκτελέσω, τὰς εὐχάς σφι ἀπ. Ἡρόδ. 2. 65· τῷ Θεῷ τὰ πάτρια ὁ αὐτ. 4. 180· τὰ νομιζόμενα Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, τελετάς τινας Πλάτ. Νόμ. 815C· ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ὁ αὐτ. 806Ε. 4) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, [[ὅπως]] καὶ οὗτοι τὰ καθήκοντα ἀποτελῶσιν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 5· προσταχθέντα Πλάτ. Νόμ. 823D· τὰ προσήκοντα ὁ αὐτ. Κριτί. 108D· ἀπ. ἄρτον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. β) ἰδίως ἐπὶ ἐπιδράσεως τῶν ἄστρων, Δίων Κ. 45. 1, κτλ. πρβλ. [[ἀποτέλεσμα]]. 5) καθιστῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς τὸ ἀποδεικνύναι ἢ παρέχειν, τὴν πόλιν ἀπ. εὐδαίμονα Πλάτ. Νόμ. 718Β· ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀπ. ὁ αὐτ. Πολιτ. 297Β· τοιούτους ἄνδρας [[ὥστε]]… Πολύβ. 6.52,11· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, καταστῆσαι αὐτὸν φίλον ἄμεμπτον, ἁγνόν, Ξεν. Λακ. Πολ. 2. 13: - Παθ. [[τύραννος]] ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Πλάτ. Πολ. 566D· ἐνύπνιον τέλεον ἀποτ., ἀποβαίνει…, [[αὐτόθι]] 443Β. 6) πληρῶ, [[κορέννυμι]], χορταίνω (μεταβ.) τὰς ἐπιθυμίας Γοργ. 503D: - Παθ. Πολ. 558Ε, κ. ἀλλ. ΙΙ. Παθ., προσκυνοῦμαι, λατρεύομαι, Συμπ. 188·
|lstext='''ἀποτελέω''': μέλλ. -τελέσω, Ἀττ. -τελῶ, [[φέρω]] ἐντελῶς εἰς [[πέρας]], ἀποτελειώνω, συμπληρῶ [[ἔργον]] τι, Ἡρόδ. 5. 92, 7, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 10, Πλάτ., κλ.: - Παθ. Θουκ. 4, 69: μετοχ. πρκμ. ἀποτετελεσμένος, [[τέλειος]], Λατ. omnibus, numeris absolutus, Ξεν. Οἰκ. 13, 3. 2) [[παράγω]], προξενῶ, νοσήματα Πλάτ. Τίμ. 84C: - Παθ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 19, 20. 3) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ ὅ, τι [[ὀφείλω]] ἢ εἶμαι [[ὑπόχρεως]] νὰ ἐκπληρώσω, ἐκτελέσω, τὰς εὐχάς σφι ἀπ. Ἡρόδ. 2. 65· τῷ Θεῷ τὰ πάτρια ὁ αὐτ. 4. 180· τὰ νομιζόμενα Ξεν. Κύρ. 3. 2, 19, τελετάς τινας Πλάτ. Νόμ. 815C· ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ὁ αὐτ. 806Ε. 4) ἐκπληρῶ, ἐκτελῶ, [[ὅπως]] καὶ οὗτοι τὰ καθήκοντα ἀποτελῶσιν Ξεν. Κύρ. 1. 2, 5· προσταχθέντα Πλάτ. Νόμ. 823D· τὰ προσήκοντα ὁ αὐτ. Κριτί. 108D· ἀπ. ἄρτον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9. β) ἰδίως ἐπὶ ἐπιδράσεως τῶν ἄστρων, Δίων Κ. 45. 1, κτλ. πρβλ. [[ἀποτέλεσμα]]. 5) καθιστῶ τι τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, ὡς τὸ ἀποδεικνύναι ἢ παρέχειν, τὴν πόλιν ἀπ. εὐδαίμονα Πλάτ. Νόμ. 718Β· ἀμείνους ἐκ χειρόνων ἀπ. ὁ αὐτ. Πολιτ. 297Β· τοιούτους ἄνδρας [[ὥστε]]… Πολύβ. 6.52,11· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἄμεμπτον φίλον ἀποτελέσασθαι, καταστῆσαι αὐτὸν φίλον ἄμεμπτον, ἁγνόν, Ξεν. Λακ. Πολ. 2. 13: - Παθ. [[τύραννος]] ἀντὶ προστάτου ἀποτετελεσμένος Πλάτ. Πολ. 566D· ἐνύπνιον τέλεον ἀποτ., ἀποβαίνει…, [[αὐτόθι]] 443Β. 6) πληρῶ, [[κορέννυμι]], χορταίνω (μεταβ.) τὰς ἐπιθυμίας Γοργ. 503D: - Παθ. Πολ. 558Ε, κ. ἀλλ. ΙΙ. Παθ., προσκυνοῦμαι, λατρεύομαι, Συμπ. 188·
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> achever, accomplir : τὰ προσήκοντα XÉN, τὰ καθήκοντα XÉN remplir ses devoirs;<br /><b>2</b> acquitter, payer : εὐχὰς ἀπ. HDT acquitter un vœu ; χαριστήρια XÉN offrir (à une divinité) un sacrifice d’action de grâces.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τελέω]].
}}
}}