3,273,762
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μάντῐς''': ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. [[ἀλαός]] III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, [[προφήτης]], ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν [[αὐτόθι]] 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., [[μάντις]]... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 65· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, [[ἴσως]] ἡ Mantis religiosa Λατ., [[ὡσαύτως]] καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]], Rana arborea, καλούμενος [[οὕτως]] ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τῆς √ΜΑΝ, [[μαίνομαι]] [[εἶναι]] ἀρχαία, [[διότι]] εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, [[ἔνθα]] διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. [[προφήτης]], [[μανία]] 2. Ἡ √ΜΑΝ [[εἶναι]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - [[ἴσως]] λοιπὸν τὸ [[μάντις]] [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. [[μαλλός]], villus). | |lstext='''μάντῐς''': ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. [[ἀλαός]] III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, [[προφήτης]], ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. [[ἐρείομεν]] ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν [[αὐτόθι]] 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ [[μάντις]] μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - [[μετὰ]] δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., [[μάντις]]... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 65· - [[ὡσαύτως]] ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. [[εἶδος]] ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, [[ἴσως]] ἡ Mantis religiosa Λατ., [[ὡσαύτως]] καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις [[βάτραχος]], Rana arborea, καλούμενος [[οὕτως]] ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τῆς √ΜΑΝ, [[μαίνομαι]] [[εἶναι]] ἀρχαία, [[διότι]] εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, [[ἔνθα]] διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. [[προφήτης]], [[μανία]] 2. Ἡ √ΜΑΝ [[εἶναι]] ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - [[ἴσως]] λοιπὸν τὸ [[μάντις]] [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. [[μαλλός]], villus). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />devin, prophète <i>ou</i> prophétesse.<br />'''Étymologie:''' R. Μαν, être inspiré ; cf. [[μανία]]. | |||
}} | }} |