Anonymous

σύσκιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύσκιος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, [[τόπος]] πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.
|lstext='''σύσκιος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, [[τόπος]] πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ombragé.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκιά]].
}}
}}