Anonymous

θήκη: Difference between revisions

From LSJ
151 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θήκη''': ἡ, ([[τίθημι]]) [[μέρος]] εἰς ὃ θέτει τίς τι, [[κιβώτιον]], [[κίστη]], χρυσοῦ [[θήκη]], [[κιβώτιον]] χρημάτων, Λατ. theca, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 83, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1147, Ξεν. Οἰκ. 8, 17. 2) [[τόπος]] ἐν ᾧ ἐτίθεντο οἱ νεκροί, [[μνῆμα]], [[τάφος]], [[τύμβος]], θήκας τε προγόνων Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, Σοφ. Ο. Κ. 1763, πρβλ. Βlomf. Ἀγ. 440 (453)· νεκρῶν θήκας ἀνοίγειν Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. 67, κ. ἀλλ.· αἱ θῆκαι τῶν τεθνεώτων Θουκ. 1. 8., 3. 104· ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο, τρόπους ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 52· θήκας ὀρύττειν Ξεν. Κύρ. 7. 3, 5. 3) ξίφους θ., «θηκάρι», [[Πολυδ]]. Ι΄, 144.
|lstext='''θήκη''': ἡ, ([[τίθημι]]) [[μέρος]] εἰς ὃ θέτει τίς τι, [[κιβώτιον]], [[κίστη]], χρυσοῦ [[θήκη]], [[κιβώτιον]] χρημάτων, Λατ. theca, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 83, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1147, Ξεν. Οἰκ. 8, 17. 2) [[τόπος]] ἐν ᾧ ἐτίθεντο οἱ νεκροί, [[μνῆμα]], [[τάφος]], [[τύμβος]], θήκας τε προγόνων Αἰσχύλ. Πέρσ. 405, Σοφ. Ο. Κ. 1763, πρβλ. Βlomf. Ἀγ. 440 (453)· νεκρῶν θήκας ἀνοίγειν Ἡρόδ. 1. 187, πρβλ. 67, κ. ἀλλ.· αἱ θῆκαι τῶν τεθνεώτων Θουκ. 1. 8., 3. 104· ἐς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο, τρόπους ταφῆς, ὁ αὐτ. 2. 52· θήκας ὀρύττειν Ξεν. Κύρ. 7. 3, 5. 3) ξίφους θ., «θηκάρι», [[Πολυδ]]. Ι΄, 144.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> boîte, coffre, caisse;<br /><b>2</b> cercueil ; tombeau.<br />'''Étymologie:''' v. [[τίθημι]].
}}
}}