3,277,048
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαλόως''': ἡ, γεν. γαλόω, δοτ. καὶ ὀνομ. πληθ. γαλόῳ, Ἰλ. Γ. 122., Χ. 473 · Ἀττ. γάλως, γεν. γάλω·― ἀνδραδέλφη ἢ γυνὴ τοῦ αδελφοῦ Λατ. glos (πρβλ. Κούρτ. 124), Ἰλ., κτλ. Τό ἀνάλογον ἀρσ. [[εἶναι]] [[δαήρ]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀέλιοι]]. | |lstext='''γαλόως''': ἡ, γεν. γαλόω, δοτ. καὶ ὀνομ. πληθ. γαλόῳ, Ἰλ. Γ. 122., Χ. 473 · Ἀττ. γάλως, γεν. γάλω·― ἀνδραδέλφη ἢ γυνὴ τοῦ αδελφοῦ Λατ. glos (πρβλ. Κούρτ. 124), Ἰλ., κτλ. Τό ἀνάλογον ἀρσ. [[εἶναι]] [[δαήρ]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἀέλιοι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=(ἡ) :<br /><i>att.</i> [[γάλως]];<br />belle-sœur, sœur du mari.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> glos ; le α introduit en grec par vocalisation du *l°. | |||
}} | }} |