Anonymous

κρεμάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεμάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, [[πέτρα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
|lstext='''κρεμάς''': -άδος, ἡ, θηλ. ἐπίθετ., κρεμαστή, προέχουσα ὡς ἐπικρεμαμένη, [[πέτρα]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 795.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />suspendue.<br />'''Étymologie:''' [[κρεμάννυμι]].
}}
}}