Anonymous

δεσποτεία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεσποτεία''': ἡ, ἡ [[ἐξουσία]] τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν δούλων, ἢ ἡ [[σχέσις]] τοῦ δεσπότου πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 4, 3. 6, 3 (πρβλ. [[δεσποτικός]]). 2) [[ἀπόλυτος]] [[ἀρχή]], δεσποτισμός, ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀσιατῶν, Πλάτ. Νόμ. 698, Ἰσοκρ. 113D, Συλλ. Ἐπιγρ. 127. 28. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος, [[ἀπόλυτος]] [[κυριότης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[χρῆσις]] (ὅτε τις ἠδύνατο νὰ καρπῶται πρᾶγμά τι, μὴ ἔχων [[ὅμως]] κυριότητα ἐπ’ [[αὐτοῦ]]).
|lstext='''δεσποτεία''': ἡ, ἡ [[ἐξουσία]] τοῦ κυρίου ἐπὶ τῶν δούλων, ἢ ἡ [[σχέσις]] τοῦ δεσπότου πρὸς τοὺς δούλους, Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 4, 3. 6, 3 (πρβλ. [[δεσποτικός]]). 2) [[ἀπόλυτος]] [[ἀρχή]], δεσποτισμός, ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀσιατῶν, Πλάτ. Νόμ. 698, Ἰσοκρ. 113D, Συλλ. Ἐπιγρ. 127. 28. ΙΙ. ὡς Βυζ. δικανικὸς ὅρος, [[ἀπόλυτος]] [[κυριότης]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[χρῆσις]] (ὅτε τις ἠδύνατο νὰ καρπῶται πρᾶγμά τι, μὴ ἔχων [[ὅμως]] κυριότητα ἐπ’ [[αὐτοῦ]]).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pouvoir absolu, despotisme.<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]].
}}
}}