Anonymous

ἐπιβύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβύω''': μέλλ. -ύσω ῠ, ἀποφράττω, εἰ μὴ ἐπιβύσει τις [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]] Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· τὸ στόμ’ ἐπιβύσας… τῶν ῥητόρων Ἀριστοφ. Πλ. 379.- Μέσ., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Λουκ. Τίμ. 9, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 29.
|lstext='''ἐπιβύω''': μέλλ. -ύσω ῠ, ἀποφράττω, εἰ μὴ ἐπιβύσει τις [[αὐτοῦ]] τὸ [[στόμα]] Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· τὸ στόμ’ ἐπιβύσας… τῶν ῥητόρων Ἀριστοφ. Πλ. 379.- Μέσ., ἐπιβύσασθαι τὰ ὦτα Λουκ. Τίμ. 9, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 29.
}}
{{bailly
|btext=boucher;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπιβύομαι se boucher : τὰ [[ὦτα]] les oreilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βύω]].
}}
}}