Anonymous

λυμαντήριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῡμαντήριος''': -α, -ον, [[βλαπτικός]], καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· [[μετὰ]] γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε [[λυμαντήριος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, [[γάμος]] λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 [[μετὰ]] γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.
|lstext='''λῡμαντήριος''': -α, -ον, [[βλαπτικός]], καταστρεπτικός, δεσμὰ λυμαντήρια Αἰσχύλ. Πρ. 991· [[μετὰ]] γεν., καταστρέφων, ἀφανίζων, γυναικὸς τῆσδε [[λυμαντήριος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1438· τῶνδε οἴκων ὁ αὐτ. ἐν Χο. 764· - οὕτω λῡμαντής, οῦ, ὁ, [[γάμος]] λ. βίου Σοφ. Τρ. 793, - καὶ λῡμαντικός, ή, όν, Ἐπικτ. Ἀποσπ. 20 [[μετὰ]] γεν., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 20.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />nuisible, funeste à <i>ou</i> pour, gén..<br />'''Étymologie:''' [[λυμαντήρ]].
}}
}}