3,273,006
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδῠνᾰτέω''': ἐπὶ προσώπων: εἶμαι [[ἀδύνατος]], δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι [[ἀνίκανος]] νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14). | |lstext='''ἀδῠνᾰτέω''': ἐπὶ προσώπων: εἶμαι [[ἀδύνατος]], δὲν ἔχω δύναμιν, Ἐπιχ. 147, Ahr., Πλάτ. Πολ. 366D, Ἀριστ. περὶ Ἐνυπν. 1. 8: - μετ’ ἀπαρεμ.: εἶμαι [[ἀνίκανος]] νά..., Ξεν. Ἀπομ. 1. 2. 23, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 10, Πολ. 3. 16, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων: εἶναί τι ἀδύνατον, Εὐαγγ. Ματθ. ιζ΄, 20. Εὐαγγ. Λουκ. α΄, 37· πρβλ. Ἑβδ. (Γέν. ιη΄, 14). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être impuissant, être incapable de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀδύνατος]]. | |||
}} | }} |