Anonymous

σμίνθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμίνθος''': ὁ, μῦς, ποντικὸς ([[λέξις]] Κρητική, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 39), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226, Λυκόφρ. 1307, Ἀνθ. Π. 9. 410, Στράβ. 613 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα σμίνθιοι), Ἡσύχ.· - Πρβλ. [[Σμινθεύς]].
|lstext='''σμίνθος''': ὁ, μῦς, ποντικὸς ([[λέξις]] Κρητική, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 39), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226, Λυκόφρ. 1307, Ἀνθ. Π. 9. 410, Στράβ. 613 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα σμίνθιοι), Ἡσύχ.· - Πρβλ. [[Σμινθεύς]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />rat, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG mot mysien.
}}
}}