Anonymous

εὐάρματος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐάρμᾰτος''': -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου [[ἄλσος]] Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.
|lstext='''εὐάρμᾰτος''': -ον, (ἅρμα) ἔχων καλὰ ἅρματα, Θήβας τ’ εὐαρμάτου [[ἄλσος]] Σοφ. Ἀντ. 845. 2) νικητὴς ἐν τῇ ἁρματηλασίᾳ, Πίνδ. Π. 2. 9., Ι. 2. 24.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux beaux chars.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἅρμα]].
}}
}}