3,276,901
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμβάλλω''': μέλλ. -βαλῶ, πρκμ. -βέβληκα, ἀόρ. βʹ ἐνέβᾰλον: ‒ τὸ παθ. κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ [[ἐμπίπτω]]. Ρίπτω εἰς, [[ῥίπτω]] μέσα, ὡς ἐμβ τινὰ πόντῳ Ἰλ. Ξ. 258· βάλλω, ἀλλ᾿ ἵπποις ἔμβαλλε... χαλινοὺς Θέογν. 551, Ξεν. Ἱππ. 6, 7., 9, 9, πρβλ. Ἰλ. Τ. 394, Εὐρ. Ι. Τ. 1424· [[ῥίπτω]] [[ἐντός]], ἐμβ. ψῆφον εἰς τὸν καδίσκον Δημ. 1302, 27, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· βάλλω, ἐμβ. μοχλὸν εἰς τὴν θύραν ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 7. 1, 12· ἐμβ. σῖτον εἰς τὴν φάτνην ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 38, κτλ.· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]]: βάλλω, θέτω εἰς, κεστὸν ἔμβαλε χερσίν, ἔβαλεν εἰς τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Ξ. 218· ἐνέβαλον τῶν χρημάτων εἰς τὸ κανοῦν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 4, 5. 2) [[οὕτως]], ἐπὶ προσώπων, βάλλω [[ἐντός]], [[παραδίδω]], δυωδεκάτῃ δέ μιν [[αὖτις]] χερσὶν Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν, τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 47· ὅτε σε βροτοῦ ἀνέρος ἔμβαλον εὐνῇ Σ. 85· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ [[βάραθρον]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 574, Νεφ. 1450· εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] Δημ. 1251. 10· [[ὡσαύτως]], ἐμβ. τινὰ εἰς συμφορὰς Ἀντιφῶν 125, 7· ἐς γραφὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 686, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 72· εἰς ἀπορίαν Πλάτ. Φίληβ. 20Α· εἰς ἔχθραν Δημ. 248. 17· ἐμβ. τὴν χεῖρά τινι, τιθέναι τὴν χεῖρα εἰς τὴν χεῖρα ἑτέρου, Ἀριστοφ. Σφ. 554· ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν, εἰς [[σημεῖον]] καλῆς πίστεως, Σοφ. Τρ. 1181· ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, δός μοι τὴν χεῖρά σου πρὸς πίστωσιν (ὅτι θὰ μείνῃς), εἰς ὃ ὁ [[Νεοπτόλεμος]] ἀποκρίνεται [[ἐμβάλλω]] μενεῖν, σοὶ τὴν δίδω (πρὸς πίστωσιν) ὅτι θὰ μείνω, ὁ αὐτ. Φιλ. 813, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 754, 789. 3) [[συχνάκις]] ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἐμβ. τινί τι θυμῷ, βάλλω τι εἰς τὸν νοῦν τινος, Λατ. injicere, Ὅμ.· [[ὡσαύτως]], ἐν φρεσὶν ἐμβ. Ὀδ. Τ. 10 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· [[οὕτως]], ἐμβ. ἵμερον, [[μένος]] τινὶ Ὅμ.· ἐμβ. νεῖκός τισι Ἰλ. Δ. 444· ἐμβάλλειν λόγους, Λατ. injicere sermonem, Πλάτ. Πολ. 344D· βουλὴν ἐμβ. [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 18, (καὶ ἀπολ., ἐμβ. τινὶ [[περί]] τινος, συμβουλεύειν, [[αὐτόθι]] 5. 5, 43), ἐμβ. τι εἰς γέλωτα, ῥίπτειν τι εἰς τὸ [[μέσον]] πρὸς διέγερσιν γέλωτος, Δημ. 151. 19. 4) [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] ἢ [[ἐναντίον]] τινός, νηΐ κεραυνὸν Ὀδ. Μ. 415· δαλὸν νήεσσι Ἰλ. Ν. 320· πέτρον στέρνῳ Πινδ. Ν. 10 127· Ἀχαιοὺς πέτραις Εὐρ. Ἑλ. 1129· πῆχυν στέρνοις ὁ αὐτ. Ὀρ. 1466· λίθον τινὶ εἰς κεφαλὴν Ἀντιφῶν 132. 27· [[πληγάς]] τινι Ξεν. Ἀνάβ. 1, 5. 11· [[οὕτως]], ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (ἐνν. πληγὰς) ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 4· ἐμβ. ἕλκεα Πινδ. Ἀποσπ. 77· ἐμβ. πῦρ Θουκ. 7. 53· ἐμβ. ῥήγεα, βάλλειν [[ἐπάνω]] σκεπάσματα, Ὀδ. Δ. 298· ‒ μεταφ., ἐμφ. φόβον τινί, προξενεῖν φόβον εἴς τινα, Λατ. incutere timorem, Ἡρόδ. 7. 10, 5· ἄταν Αἰσχύλ. Θήβ. 316· φροντίδας Ἀντιφῶν 116. 28. 5) ἐμβ. ὦμον, βάλλειν τὸν ὦμον εἰς ἐργασίαν, ἐπὶ τῆς τοξευτικῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750. 6) βάλλω τι εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ τεθραυσμένον ἢ ἐξηρθρωμένον [[ὀστοῦν]], [[αὐτόθι]] 761, 766, π. Ἄρθρ. 780 κἑξ., 830· [[ἐγκεντρίζω]] [[δένδρον]] τι, ἐμβολιάζω, Δημ. 1251, 22, ἐν τῷ παθ. 7) ἐμβάλλειν τινά τινι, Ἰλ. Μ. 383. 8) [[παρεμβάλλω]] λέξιν ἢ [[γράμμα]], Πλάτ. Πρωτ. 343D, Κρατύλ. 414C, κ. ἀλλ.· ἐς κωμῳδίαν στίχον Πλούτ. 2. 334Ε. 9) ἐμβ. οἰκίαν τινί, καταρρίπτειν, ῥίπτειν αὐτὴν ἐπ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 511. 10) τάφρον ἐμβ., τάφρον ποιεῖν, Πλουτ. Πύρρ. 27, Μάρ. 15. 11) ἀμετ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), εἰσβολὴν ποιεῖν, εἰσβάλλειν, Ἡρόδ. 4. 125., 5. 15· ἐς τὸν Ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 9. 13, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 1. 29· ‒ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 538, 1019, προστίθεται ἡ [[λέξις]] [[στράτευμα]]. ΙΙ. [[καθόλου]], εἰσορμῶ, ἐμβάλλειν εἰς τὴν ἀγορὰν Αἰσχίν. 23. 32., Λυκοῦργ. 148. 24, κτλ.· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον Εὐρ. Ἠλ. 962, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 165Ε. 2) [[κρούω]], πλήττω, [[προσβάλλω]] [[πλοῖον]] διὰ τοῦ ἐμβόλου (ἴδε ἔμβολον Ι. 3), [[κάμνω]] ἔφοδον κατ᾿ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. ἐμβολὴ ΙΙ. 2, [[ἔμβολος]] 3), νηῒ Ἡρόδ. 8. 84, 87, 92, πρβλ. 7. 10. 2· ἐμβ. ταῖς λοιπαῖς (ἐνν. ναυσὶ) Θουκ. 4. 14· ξυνετύγχανε... διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλους ἐμβεβληκέναι, τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι ὁ αὐτ. 7. 70· ἐπὶ ὕδατος, ἐμβ. τοῖς οὔρεσι, ὁρμᾶν [[ἐναντίον]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 2. 28. 3) κώπῃ ἐμβάλλειν (ἐξυπακουομ. χεῖρας), incumbere remis, Ὀδ. Κ. 129, Πινδ. Π. 4. 357· καὶ ἐμβάλλειν μόνον, ἐπικεῖσθαι, κωπηλατεῖν ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 602, Βάτρ. 206, Ξεν. Ἑλλην. 5. 1, 13. 4) ἐπὶ ποταμοῦ, κενοῦμαι, χύνομαι, εἰς..., Πλάτ. Φαίδ. 113D. ΙΙΙ. Μέσ., [[ῥίπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, ἐμβαλομένου γὰρ ἐμοῦ ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον Δημ. 1203. 26, πρβλ. 829. 18. 2) μεταφ., μὴ δή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ, μὴ βάλῃς εἰς τὸν νοῦν σου ὅτι θὰ φύγῃς, Ἰλ. Κ. 447· μῆτιν ἐ. θ. Ψ. 313· εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι Δημ. 247. 20· πρβλ. ἀνωτ. Ι. 3. 3) [[μετὰ]] γεν., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων, «ῥιχθῆτε ᾿ς τὰ λαγίσια φαγητά», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1312. IV. Παθ., ῥίπτομαι [[ἐπάνω]] εἴς τι ἢ [[ἐναντίον]] τινός, ἐπὶ πλοίων, [[κάμνω]] ἔφοδον (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2), Θουκ. 7. 34, 70· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ξενοφ. Κύρ. 4. 2. 21. ‒ Πρβλ. [[εἰσβάλλω]]. | |lstext='''ἐμβάλλω''': μέλλ. -βαλῶ, πρκμ. -βέβληκα, ἀόρ. βʹ ἐνέβᾰλον: ‒ τὸ παθ. κατὰ τὸ πλεῖστον παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ [[ἐμπίπτω]]. Ρίπτω εἰς, [[ῥίπτω]] μέσα, ὡς ἐμβ τινὰ πόντῳ Ἰλ. Ξ. 258· βάλλω, ἀλλ᾿ ἵπποις ἔμβαλλε... χαλινοὺς Θέογν. 551, Ξεν. Ἱππ. 6, 7., 9, 9, πρβλ. Ἰλ. Τ. 394, Εὐρ. Ι. Τ. 1424· [[ῥίπτω]] [[ἐντός]], ἐμβ. ψῆφον εἰς τὸν καδίσκον Δημ. 1302, 27, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21· βάλλω, ἐμβ. μοχλὸν εἰς τὴν θύραν ὁ αὐτ. Ἀνάβ. 7. 1, 12· ἐμβ. σῖτον εἰς τὴν φάτνην ὁ αὐτ. Κύρ. 8. 1, 38, κτλ.· ἀκολούθως [[ἁπλῶς]]: βάλλω, θέτω εἰς, κεστὸν ἔμβαλε χερσίν, ἔβαλεν εἰς τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Ξ. 218· ἐνέβαλον τῶν χρημάτων εἰς τὸ κανοῦν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 4, 5. 2) [[οὕτως]], ἐπὶ προσώπων, βάλλω [[ἐντός]], [[παραδίδω]], δυωδεκάτῃ δέ μιν [[αὖτις]] χερσὶν Ἀχιλλῆος θεὸς ἔμβαλεν, τὸν ἔκαμε νὰ πέσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Φ. 47· ὅτε σε βροτοῦ ἀνέρος ἔμβαλον εὐνῇ Σ. 85· ἐμβ. τινὰ εἰς τὸ [[βάραθρον]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 574, Νεφ. 1450· εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] Δημ. 1251. 10· [[ὡσαύτως]], ἐμβ. τινὰ εἰς συμφορὰς Ἀντιφῶν 125, 7· ἐς γραφὰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 686, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 4. 72· εἰς ἀπορίαν Πλάτ. Φίληβ. 20Α· εἰς ἔχθραν Δημ. 248. 17· ἐμβ. τὴν χεῖρά τινι, τιθέναι τὴν χεῖρα εἰς τὴν χεῖρα ἑτέρου, Ἀριστοφ. Σφ. 554· ἔμβαλλε χεῖρα δεξιάν, εἰς [[σημεῖον]] καλῆς πίστεως, Σοφ. Τρ. 1181· ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν, δός μοι τὴν χεῖρά σου πρὸς πίστωσιν (ὅτι θὰ μείνῃς), εἰς ὃ ὁ [[Νεοπτόλεμος]] ἀποκρίνεται [[ἐμβάλλω]] μενεῖν, σοὶ τὴν δίδω (πρὸς πίστωσιν) ὅτι θὰ μείνω, ὁ αὐτ. Φιλ. 813, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 754, 789. 3) [[συχνάκις]] ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἐμβ. τινί τι θυμῷ, βάλλω τι εἰς τὸν νοῦν τινος, Λατ. injicere, Ὅμ.· [[ὡσαύτως]], ἐν φρεσὶν ἐμβ. Ὀδ. Τ. 10 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· [[οὕτως]], ἐμβ. ἵμερον, [[μένος]] τινὶ Ὅμ.· ἐμβ. νεῖκός τισι Ἰλ. Δ. 444· ἐμβάλλειν λόγους, Λατ. injicere sermonem, Πλάτ. Πολ. 344D· βουλὴν ἐμβ. [[περί]] τινος Ξεν. Κύρ. 2. 2, 18, (καὶ ἀπολ., ἐμβ. τινὶ [[περί]] τινος, συμβουλεύειν, [[αὐτόθι]] 5. 5, 43), ἐμβ. τι εἰς γέλωτα, ῥίπτειν τι εἰς τὸ [[μέσον]] πρὸς διέγερσιν γέλωτος, Δημ. 151. 19. 4) [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]] ἢ [[ἐναντίον]] τινός, νηΐ κεραυνὸν Ὀδ. Μ. 415· δαλὸν νήεσσι Ἰλ. Ν. 320· πέτρον στέρνῳ Πινδ. Ν. 10 127· Ἀχαιοὺς πέτραις Εὐρ. Ἑλ. 1129· πῆχυν στέρνοις ὁ αὐτ. Ὀρ. 1466· λίθον τινὶ εἰς κεφαλὴν Ἀντιφῶν 132. 27· [[πληγάς]] τινι Ξεν. Ἀνάβ. 1, 5. 11· [[οὕτως]], ἐμβαλέτω ἰσχυρότατα (ἐνν. πληγὰς) ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 4· ἐμβ. ἕλκεα Πινδ. Ἀποσπ. 77· ἐμβ. πῦρ Θουκ. 7. 53· ἐμβ. ῥήγεα, βάλλειν [[ἐπάνω]] σκεπάσματα, Ὀδ. Δ. 298· ‒ μεταφ., ἐμφ. φόβον τινί, προξενεῖν φόβον εἴς τινα, Λατ. incutere timorem, Ἡρόδ. 7. 10, 5· ἄταν Αἰσχύλ. Θήβ. 316· φροντίδας Ἀντιφῶν 116. 28. 5) ἐμβ. ὦμον, βάλλειν τὸν ὦμον εἰς ἐργασίαν, ἐπὶ τῆς τοξευτικῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 750. 6) βάλλω τι εἰς τὴν θέσιν του, τοποθετῶ τεθραυσμένον ἢ ἐξηρθρωμένον [[ὀστοῦν]], [[αὐτόθι]] 761, 766, π. Ἄρθρ. 780 κἑξ., 830· [[ἐγκεντρίζω]] [[δένδρον]] τι, ἐμβολιάζω, Δημ. 1251, 22, ἐν τῷ παθ. 7) ἐμβάλλειν τινά τινι, Ἰλ. Μ. 383. 8) [[παρεμβάλλω]] λέξιν ἢ [[γράμμα]], Πλάτ. Πρωτ. 343D, Κρατύλ. 414C, κ. ἀλλ.· ἐς κωμῳδίαν στίχον Πλούτ. 2. 334Ε. 9) ἐμβ. οἰκίαν τινί, καταρρίπτειν, ῥίπτειν αὐτὴν ἐπ᾿ [[αὐτοῦ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 511. 10) τάφρον ἐμβ., τάφρον ποιεῖν, Πλουτ. Πύρρ. 27, Μάρ. 15. 11) ἀμετ. (ἐξυπακ. τοῦ στρατόν), εἰσβολὴν ποιεῖν, εἰσβάλλειν, Ἡρόδ. 4. 125., 5. 15· ἐς τὸν Ἰσθμὸν ὁ αὐτ. 9. 13, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 1. 29· ‒ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 538, 1019, προστίθεται ἡ [[λέξις]] [[στράτευμα]]. ΙΙ. [[καθόλου]], εἰσορμῶ, ἐμβάλλειν εἰς τὴν ἀγορὰν Αἰσχίν. 23. 32., Λυκοῦργ. 148. 24, κτλ.· ἐμβάλωμεν εἰς ἄλλον λόγον Εὐρ. Ἠλ. 962, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 165Ε. 2) [[κρούω]], πλήττω, [[προσβάλλω]] [[πλοῖον]] διὰ τοῦ ἐμβόλου (ἴδε ἔμβολον Ι. 3), [[κάμνω]] ἔφοδον κατ᾿ [[αὐτοῦ]] (πρβλ. ἐμβολὴ ΙΙ. 2, [[ἔμβολος]] 3), νηῒ Ἡρόδ. 8. 84, 87, 92, πρβλ. 7. 10. 2· ἐμβ. ταῖς λοιπαῖς (ἐνν. ναυσὶ) Θουκ. 4. 14· ξυνετύγχανε... διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλους ἐμβεβληκέναι, τὰ δὲ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι ὁ αὐτ. 7. 70· ἐπὶ ὕδατος, ἐμβ. τοῖς οὔρεσι, ὁρμᾶν [[ἐναντίον]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 2. 28. 3) κώπῃ ἐμβάλλειν (ἐξυπακουομ. χεῖρας), incumbere remis, Ὀδ. Κ. 129, Πινδ. Π. 4. 357· καὶ ἐμβάλλειν μόνον, ἐπικεῖσθαι, κωπηλατεῖν ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 602, Βάτρ. 206, Ξεν. Ἑλλην. 5. 1, 13. 4) ἐπὶ ποταμοῦ, κενοῦμαι, χύνομαι, εἰς..., Πλάτ. Φαίδ. 113D. ΙΙΙ. Μέσ., [[ῥίπτω]] τι [[ἐντός]] τινος, ἐμβαλομένου γὰρ ἐμοῦ ὅρκον εἰς τὸν ἐχῖνον Δημ. 1203. 26, πρβλ. 829. 18. 2) μεταφ., μὴ δή μοι φύξιν ἐμβάλλεο θυμῷ, μὴ βάλῃς εἰς τὸν νοῦν σου ὅτι θὰ φύγῃς, Ἰλ. Κ. 447· μῆτιν ἐ. θ. Ψ. 313· εἰς τὸν νοῦν ἐμβάλλεσθαί τι Δημ. 247. 20· πρβλ. ἀνωτ. Ι. 3. 3) [[μετὰ]] γεν., ἐμβάλλεσθε τῶν λαγῴων, «ῥιχθῆτε ᾿ς τὰ λαγίσια φαγητά», Ἀριστοφ. Εἰρ. 1312. IV. Παθ., ῥίπτομαι [[ἐπάνω]] εἴς τι ἢ [[ἐναντίον]] τινός, ἐπὶ πλοίων, [[κάμνω]] ἔφοδον (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ. 2), Θουκ. 7. 34, 70· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ξενοφ. Κύρ. 4. 2. 21. ‒ Πρβλ. [[εἰσβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἐμβαλῶ, <i>ao.2</i> ἐνέβαλον, <i>pf.</i> ἐμβέβληκα;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter dans <i>ou</i> sur : τινα πόντῳ IL précipiter qqn dans la mer ; νηῒ κεραυνόν OD lancer la foudre sur un navire ; πληγάς τινι XÉN lancer des coups à qqn;<br /><b>2</b> <i>sans idée de violence</i> faire entrer dans, placer dans : ἐμβ. χεῖρα δεξιάν SOPH <i>ou</i> χειρὸς πίστιν SOPH mettre sa main dans celle d’un autre comme gage de foi ; ἐμβ. ῥήγεα OD étendre des couvertures (sur un lit) ; insérer un mot, une lettre, un vers ; <i>fig.</i> [[ἐν]] φρεσὶν ἐμβ. OD, [[εἰς]] [[νοῦν]] ἐμβ. PLUT jeter dans l’esprit, faire venir à l’esprit, évoquer ; φόβον τινὶ ἐμβ. HDT jeter la crainte dans le cœur de qqn, inspirer la crainte à qqn ; ἐμβ. τινὰ [[εἰς]] ὑποψίαν PLUT jeter qqn en un soupçon, inspirer un soupçon à qqn ; <i>avec un seul rég.</i> ἐμβ. μόχλον XÉN pousser un verrou ; ψῆφον XÉN jeter son suffrage (dans l’urne) ; <i>fig.</i> βουλὴν [[περί]] τινος XÉN voter <i>ou</i> donner son avis sur qch ; λόγον [[περί]] τινος XÉN faire tomber l’entretien sur qch;<br /><b>3</b> pousser en avant (dans le sol) : τάφρον PLUT ouvrir une tranchée;<br /><b>II.</b> <i>intr. en apparence (s.e.</i> ἑαυτόν, χεῖρα, στρατόν, <i>etc.)</i> se jeter dans <i>ou</i> sur :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’un fleuve</i> ἐμβ. [[εἰς]] se jeter dans;<br /><b>2</b> se jeter sur <i>avec idée de violence</i> : [[εἰς]] χώραν XÉN se jeter sur un pays, l’envahir ; ταῖς ναυσί THC sur les navires ; faire s’écrouler sur;<br /><b>3</b> <i>sans idée de violence</i> κώπῃσ’ OD se courber sur les rames, ramer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐμβάλλομαι (<i>f.</i> ἐμβαλοῦμαι);<br /><b>1</b> <i>tr.</i> jeter pour soi ; <i>fig.</i> [[τι]] θυμῷ IL, [[εἰς]] [[νοῦν]] DÉM se mettre qch dans l’esprit (une pensée, un projet, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se jeter (sur l’ennemi), attaquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |