Anonymous

ἀπόνοια: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόνοια''': ἡ, ([[νοῦς]]) [[ἔλλειψις]] πάσης αἰσθήσεως. 1) φόβου καὶ ἐλπίδος, [[ἀπόγνωσις]], εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 1. 82., 7. 67: ἀνταρσία, Σωζομ. 6. 37, 15, κ. ἀλλ. 2) [[ἔλλειψις]] πάσης ὀρθῆς ἀντιλήψεως, [[ἔκστασις]] φρενῶν, [[παραφροσύνη]], Λατ. dementia, Δημ. 310. 9, 779. ἐν τέλ.: ― ἐν τῷ πληθ. Πολύβ. 1. 70, 5.
|lstext='''ἀπόνοια''': ἡ, ([[νοῦς]]) [[ἔλλειψις]] πάσης αἰσθήσεως. 1) φόβου καὶ ἐλπίδος, [[ἀπόγνωσις]], εἰς ἀπ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 1. 82., 7. 67: ἀνταρσία, Σωζομ. 6. 37, 15, κ. ἀλλ. 2) [[ἔλλειψις]] πάσης ὀρθῆς ἀντιλήψεως, [[ἔκστασις]] φρενῶν, [[παραφροσύνη]], Λατ. dementia, Δημ. 310. 9, 779. ἐν τέλ.: ― ἐν τῷ πληθ. Πολύβ. 1. 70, 5.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />absence de raison :<br /><b>1</b> désespoir;<br /><b>2</b> fol emportement;<br /><b>3</b> folle témérité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νόος]].
}}
}}