Anonymous

ἀμνάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμνάς''': -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀμνός]], ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἀμνίς]], Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187.
|lstext='''ἀμνάς''': -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀμνός]], ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ [[ἀμνίς]], Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br />jeune agnelle, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμνός]].
}}
}}