Anonymous

προσκολλάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκολλάω''': ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ [[ξύλον]] τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., [[καθόλου]], κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε [[προσκλίνω]] ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
|lstext='''προσκολλάω''': ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ [[ξύλον]] τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., [[καθόλου]], κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε [[προσκλίνω]] ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />coller à, fixer solidement à ; <i>Pass.</i> être collé à, être fortement attaché à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κολλάω]].
}}
}}