Anonymous

κηλήτης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηλήτης''': -ου, ὁ, ([[κήλη]]) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.
|lstext='''κηλήτης''': -ου, ὁ, ([[κήλη]]) ὁ πάσχων ἐκ κήλης, «σπασμένος», Στοβ. 827, Ἀνθ. Π. 11. 342, 404· Ἀττ. καλήτης, Α. Β. 47.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />malade d’une hernie.<br />'''Étymologie:''' [[κήλη]].
}}
}}