Anonymous

κυβίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠβίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κύβος]]) ποιῶ τι εἰς [[σχῆμα]] κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.
|lstext='''κῠβίζω''': μέλλ. -ίσω, ([[κύβος]]) ποιῶ τι εἰς [[σχῆμα]] κύβου, Πλούτ. 2. 979F· ― Παθ., ἀνυψοῦμαι εἰς τὸν κύβον, ἐπὶ ἀριθμῶν, Θεολ. Ἀριθμ. σ. 55.
}}
{{bailly
|btext=former <i>ou</i> figurer un cube.<br />'''Étymologie:''' [[κύβος]].
}}
}}