Anonymous

ἡνιοχέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως [[μετὰ]] γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως [[μετὰ]] γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
}}