Anonymous

εὐμαθής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμᾰθής''': -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ [[ταχέως]] μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ [[δυσμαθής]], Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· [[πρός]] τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς [[φώνημα]], εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ [[κεῖνος]] εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, [[ἔνθα]] αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις [[εἶναι]] κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.
|lstext='''εὐμᾰθής''': -ές, (μαθεῖν) ὁ εὐχερῶς ἢ [[ταχέως]] μανθάνων, Λατ. docilis, ἀντίθετον τῷ [[δυσμαθής]], Πλάτ. Πολ. 486C, κ. ἀλλ.· τινος Πλάτ. Ἐπιστ. 344Α· [[πρός]] τι Δημ. 705. 11: ― Ἐπίρρ. εὐμαθῶς, εὐμαθῶς παρακολουθεῖν Αἰσχίν. 16. 29. ― Συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Νόμ. 723Α. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως μανθανόμενος, εὐνόητος, Αἰσχύλ. Εὑμ. 442, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 3· εὐμαθὲς [[φώνημα]], εὐδιάγνωστον, εὐκρινές, Σοφ. Αἴ. 15· εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 14, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Σοφ. Τρ. 614 ὃ [[κεῖνος]] εὐμαθές… ἕρκει τῷδ’ ἐπὸν μαθήσεται, [[ἔνθα]] αἱ δύο τελευταῖαι λέξεις [[εἶναι]] κατὰ διόρθωσιν τοῦ Billerbeck ἀντὶ τῶν ἐν τοῖς ἀντιγράφοις, ἐπ’ ὄμματα θήσεται.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à apprendre <i>ou</i> à comprendre <i>ou</i> à reconnaître;<br /><b>2</b> qui apprend facilement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μανθάνω]].
}}
}}