3,277,226
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνοργίζομαι''': μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη [[Διόνυσος]] Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ. | |lstext='''συνοργίζομαι''': μέλλ. -ισθήσομαι, Δημ. 547. 6, -ιοῦμαι Λιβάν.· ἀόρ. συνωργίσθην· ἀποθετ. Ὀργίζομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 78Ε, Δημ. 516. 7, ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 63C· καὶ γὰρ τᾷ Δάματρι συνωργίσθη [[Διόνυσος]] Καλλ. εἰς Δήμητρ. 72, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> συνοργισθήσομαι, <i>réc.</i> συνοργιοῦμαι, <i>ao.</i> συνωργίσθην;<br />s’associer à la colère <i>ou</i> à l’indignation de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ὀργίζομαι. | |||
}} | }} |