Anonymous

βροτοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βροτοσκόπος''': -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
|lstext='''βροτοσκόπος''': -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui surveille les mortels.<br />'''Étymologie:''' [[βροτός]], [[σκέπτομαι]].
}}
}}