Anonymous

χάος: Difference between revisions

From LSJ
691 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χάος''': -εος, Ἀττ. -ους, τό, ἡ πρώτη τοῦ κόσμου [[κατάστασις]], πρώτιστα χ. γένετ’, αὐτὰρ [[ἔπειτα]] Γαῖ’ [[εὐρύστερνος]] Ἡσ. Θ. 116 [[Ἡσίοδος]] πρῶτον .. χ. φησὶ γενέσθαι Πλάτ. Συμπ. 178Β, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 6· εἰσήχθη δὲ καὶ εἰς κωμικήν τινα Θεογονίαν ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 693 κἑξ., πρβλ. Meineke Com. Hist. p. 318. - Παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις τὸ [[χάος]] [[ἄλλοτε]] μὲν σημαίνει τὸ ἄπειρον [[διάστημα]], τὴν ἄπειρον ἔκτασιν, τὸ ἄπειρον, πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος void and formless Infinite, Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 7, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 121· [[ἄλλοτε]] δὲ τὴν ἄμορφον ὕλην, rudis indigestaque moles, ἐξ ἧς ἐδημιουργήθη τὸ σύμπαν, τὸ τοῦ Μίλτωνος matter unformed and void, Λουκ. Ἔρ. 32· (καὶ [[μάλιστα]] κατὰ τοὺς Στωϊκούς, τὸ [[ὕδωρ]], Σχόλ. εἰς Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 955Ε). - Ἡ προτέρα [[σημασία]] ὑπῆρξεν ἡ ἐπικρατεστέρα, [[ὅθεν]] [[χάος]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) τὸν περὶ ἡμᾶς χῶρον, τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀέρος, τὴν ἀτμόσφαιραν, Ἴβυκ. 26, Ἀριστοφ. Νεφ. 424, 627, Ὄρν. 192· δι’ αἴθρας χάους τε Ἀνθ. Παλατ. 15· 24· - [[ὡσαύτως]], τὸ χ. τοῦ αἰῶνος, ἐπὶ τοῦ ἀπείρου χρόνου, Μ. Ἀντωνῖν. 4. 3. 3) τὴν ὑποχθόνιον ἄβυσσον, τὸ ἄπειρον [[σκότος]], συνημμένον [[μετὰ]] τῆς λ. Ἔριβος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· [[μετὰ]] τῆς λ. [[ὄρφνη]], Κόϊντ. Σμυρν. 2. 614· παρίσταται δὲ ὡς κείμενον ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, τὰ δ’ ἐντὸς (δηλ. τῆς γῆς) [[ὄρφνη]] καὶ [[χάος]] καὶ ᾄδης ὀνομάζεται Πλούτ. 2. 953Α· χάους κύνα, τὸν Κέρβερον, Ἀνθ. Παλατ. 91· - [[καθόλου]], [[σκότος]], Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 1697. 4) πᾶν μέγα καὶ ἀχανὲς [[χάσμα]], Ἑβδ. (Μιχ. Α΄. 6, Ζαχ. ΙΔ΄, 4)· ἐπὶ τάφου, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 92· περὶ τῶν χαινουσῶν σιαγόνων τοῦ κροκοδείλου, [[αὐτόθι]] 3. 414, πρβλ. 4. 161, Ἀλ. 5. 52. (Οἱ ἑπόμενοι τοῖς Στωικοῖς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ χέω, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὑγρός]], Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] ὑποδεικνύει √ΧΑ, [[χάσκω]], χανεῖν, χαίνουσα [[ἄβυσσος]], χαῖνον [[χάσμα]]).
|lstext='''χάος''': -εος, Ἀττ. -ους, τό, ἡ πρώτη τοῦ κόσμου [[κατάστασις]], πρώτιστα χ. γένετ’, αὐτὰρ [[ἔπειτα]] Γαῖ’ [[εὐρύστερνος]] Ἡσ. Θ. 116 [[Ἡσίοδος]] πρῶτον .. χ. φησὶ γενέσθαι Πλάτ. Συμπ. 178Β, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 6· εἰσήχθη δὲ καὶ εἰς κωμικήν τινα Θεογονίαν ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 693 κἑξ., πρβλ. Meineke Com. Hist. p. 318. - Παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις τὸ [[χάος]] [[ἄλλοτε]] μὲν σημαίνει τὸ ἄπειρον [[διάστημα]], τὴν ἄπειρον ἔκτασιν, τὸ ἄπειρον, πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος void and formless Infinite, Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 7, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 121· [[ἄλλοτε]] δὲ τὴν ἄμορφον ὕλην, rudis indigestaque moles, ἐξ ἧς ἐδημιουργήθη τὸ σύμπαν, τὸ τοῦ Μίλτωνος matter unformed and void, Λουκ. Ἔρ. 32· (καὶ [[μάλιστα]] κατὰ τοὺς Στωϊκούς, τὸ [[ὕδωρ]], Σχόλ. εἰς Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 955Ε). - Ἡ προτέρα [[σημασία]] ὑπῆρξεν ἡ ἐπικρατεστέρα, [[ὅθεν]] [[χάος]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) τὸν περὶ ἡμᾶς χῶρον, τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀέρος, τὴν ἀτμόσφαιραν, Ἴβυκ. 26, Ἀριστοφ. Νεφ. 424, 627, Ὄρν. 192· δι’ αἴθρας χάους τε Ἀνθ. Παλατ. 15· 24· - [[ὡσαύτως]], τὸ χ. τοῦ αἰῶνος, ἐπὶ τοῦ ἀπείρου χρόνου, Μ. Ἀντωνῖν. 4. 3. 3) τὴν ὑποχθόνιον ἄβυσσον, τὸ ἄπειρον [[σκότος]], συνημμένον [[μετὰ]] τῆς λ. Ἔριβος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· [[μετὰ]] τῆς λ. [[ὄρφνη]], Κόϊντ. Σμυρν. 2. 614· παρίσταται δὲ ὡς κείμενον ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, τὰ δ’ ἐντὸς (δηλ. τῆς γῆς) [[ὄρφνη]] καὶ [[χάος]] καὶ ᾄδης ὀνομάζεται Πλούτ. 2. 953Α· χάους κύνα, τὸν Κέρβερον, Ἀνθ. Παλατ. 91· - [[καθόλου]], [[σκότος]], Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 1697. 4) πᾶν μέγα καὶ ἀχανὲς [[χάσμα]], Ἑβδ. (Μιχ. Α΄. 6, Ζαχ. ΙΔ΄, 4)· ἐπὶ τάφου, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 92· περὶ τῶν χαινουσῶν σιαγόνων τοῦ κροκοδείλου, [[αὐτόθι]] 3. 414, πρβλ. 4. 161, Ἀλ. 5. 52. (Οἱ ἑπόμενοι τοῖς Στωικοῖς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ χέω, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ὑγρός]], Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ [[ἔννοια]] ὑποδεικνύει √ΧΑ, [[χάσκω]], χανεῖν, χαίνουσα [[ἄβυσσος]], χαῖνον [[χάσμα]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> χάεος, <i>att.</i> χάους (τό) :<br /><b>I.</b> ouverture béante, gouffre, abîme ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> espace immense et ténébreux qui existait avant l’origine des choses;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> immensité de l’espace, de l’air <i>ou</i> la durée infinie du temps;<br /><b>II.</b> <i>p. suite d’une fausse dérivation de</i> [[χέω]] <i>verser, répandre</i>;<br /><b>1</b> masse confuse des éléments répandus dans l’espace, chaos;<br /><b>2</b> <i>t. stoïc.</i> le liquide, <i>particul.</i> l’eau.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être béant ; cf. [[χαίνω]], [[χάσκω]], [[χανδάνω]].
}}
}}