3,277,119
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γλῠκύτης''': -ητος, ἡ, [[γλυκύτης]] τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, [[ἡδύτης]], τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B. | |lstext='''γλῠκύτης''': -ητος, ἡ, [[γλυκύτης]] τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, [[ἡδύτης]], τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />douceur ; <i>fig.</i> charme, agrément.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]]. | |||
}} | }} |