3,274,921
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονόλῠκος''': ὁ, [[μόνος]], μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του [[λύκος]], δηλ. ἐξόχως [[μέγας]], [[πελώριος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἄρατ. 1124 [μὲ μακρὰν τὴν β΄ συλλαβὴν ἐν ἄρσει], πρβλ. [[μονολέων]]. | |lstext='''μονόλῠκος''': ὁ, [[μόνος]], μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του [[λύκος]], δηλ. ἐξόχως [[μέγας]], [[πελώριος]], Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἄρατ. 1124 [μὲ μακρὰν τὴν β΄ συλλαβὴν ἐν ἄρσει], πρβλ. [[μονολέων]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />loup d’une taille singulière, extraordinaire.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[λύκος]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[κνηκίας]], [[κνηκός]], [[λύκος]], [[μονιός]]. | |||
}} | }} |