Anonymous

ἔρρινον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρρῑνον''': ἢ ἔνρινον, τό, (ἐν, ῥίς), φάρμακόν τι πταρμικόν, ἐπιφέρον πταρμόν: «ἀπὸ δὲ τῆς ῥινὸς παρὰ Παυσανίᾳ ἔνρινον [[ἴσως]] καὶ [[ἔρρινον]] διὰ δύο ρ, ἄρωμα ᾧ τὰς ῥῖνας, φησίν, ἐνεχρίοντο» Εὐστ. 950. 1.
|lstext='''ἔρρῑνον''': ἢ ἔνρινον, τό, (ἐν, ῥίς), φάρμακόν τι πταρμικόν, ἐπιφέρον πταρμόν: «ἀπὸ δὲ τῆς ῥινὸς παρὰ Παυσανίᾳ ἔνρινον [[ἴσως]] καὶ [[ἔρρινον]] διὰ δύο ρ, ἄρωμα ᾧ τὰς ῥῖνας, φησίν, ἐνεχρίοντο» Εὐστ. 950. 1.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />remède pour le nez.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ῥίς]].
}}
}}