3,276,901
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάλαγμα''': τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, [[σταγών]], Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116. | |lstext='''στάλαγμα''': τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, [[σταγών]], Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]]. | |||
}} | }} |