Anonymous

λιθίδιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐθίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίθος]], «λιθάρι», «χαλίκι», Πλάτ. Φαίδων 110D, Ἀριστ. Προβλ. 23. 29. 2) [[λίθος]] ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215.
|lstext='''λῐθίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λίθος]], «λιθάρι», «χαλίκι», Πλάτ. Φαίδων 110D, Ἀριστ. Προβλ. 23. 29. 2) [[λίθος]] ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite pierre ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> pierre, calcul vésical;<br /><b>2</b> pierre précieuse.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]].
}}
}}