Anonymous

ἴασπις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴασπῐς''': -ιδος, ἡ, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Πλάτ. Φαίδ. 110D, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37, Θεόφρ. π. Λίθ. 23, κ. ἀλλ., (πρβλ. τὸ Ἑβρ. yashpêh).
|lstext='''ἴασπῐς''': -ιδος, ἡ, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Πλάτ. Φαίδ. 110D, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 37, Θεόφρ. π. Λίθ. 23, κ. ἀλλ., (πρβλ. τὸ Ἑβρ. yashpêh).
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />jaspe, <i>pierre précieuse</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt à une langue indéterminée.
}}
}}