Anonymous

ὑδραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδραίνω''': ([[ὕδωρ]]) [[ποτίζω]], ὑ. γῆν, ἐπὶ ποταμοῦ, Εὐρ. Τρῳ. 226· ὑδρ. τινά, [[πλύνω]], [[ῥαντίζω]] δι’ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 54. -Μέσ., [[πλύνω]] ἐμαυτόν, λούομαι, ὑδρηναμένη Ὀδ. Δ. 750, 759., Ρ. 48, 58· λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ, [[χύνω]] [[ὕδωρ]] ἐπὶ τοῦ σώματός μου, λούομαι, Εὐρ. Ἠλ. 157. ΙΙ. ὑδραίνειν χοάς τινι, [[χύνω]] σπονδὰς εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 161.
|lstext='''ὑδραίνω''': ([[ὕδωρ]]) [[ποτίζω]], ὑ. γῆν, ἐπὶ ποταμοῦ, Εὐρ. Τρῳ. 226· ὑδρ. τινά, [[πλύνω]], [[ῥαντίζω]] δι’ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 54. -Μέσ., [[πλύνω]] ἐμαυτόν, λούομαι, ὑδρηναμένη Ὀδ. Δ. 750, 759., Ρ. 48, 58· λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ, [[χύνω]] [[ὕδωρ]] ἐπὶ τοῦ σώματός μου, λούομαι, Εὐρ. Ἠλ. 157. ΙΙ. ὑδραίνειν χοάς τινι, [[χύνω]] σπονδὰς εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 161.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> arroser d’eau, mouiller;<br /><b>2</b> épancher, verser;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑδραίνομαι (<i>part. ao.</i> ὑδρηναμένη) se baigner.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}