Anonymous

ὑποτρώγω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτρώγω''': μέλλ. -ξομαι, [[τρώγω]] τι ὡς [[τράγημα]] ἐν ᾧ [[πίνω]], πίνοντα γλυκὺν [[οἶνον]], ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. [[τρώγω]] προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., [[τρώγω]], [[φθείρω]] [[κάτωθεν]], ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.
|lstext='''ὑποτρώγω''': μέλλ. -ξομαι, [[τρώγω]] τι ὡς [[τράγημα]] ἐν ᾧ [[πίνω]], πίνοντα γλυκὺν [[οἶνον]], ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. [[τρώγω]] προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., [[τρώγω]], [[φθείρω]] [[κάτωθεν]], ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> manger en outre;<br /><b>2</b> manger pour s’ouvrir l’appétit;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> ronger en dessous <i>en parl. d’un fleuve</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρώγω]].
}}
}}