Anonymous

ἁλιεία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιεία''': ἡ, ([[ἁλιεύς]]) τὸ ἁλιεύειν, ἡ ἁλιευτικὴ [[τέχνη]]. Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 7, Οἰκ. 2. 4, 2, Στράβων, κτλ.· πρβλ. [[ἁλεία]].
|lstext='''ἁλιεία''': ἡ, ([[ἁλιεύς]]) τὸ ἁλιεύειν, ἡ ἁλιευτικὴ [[τέχνη]]. Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 7, Οἰκ. 2. 4, 2, Στράβων, κτλ.· πρβλ. [[ἁλεία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />pêche.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλιεύς]].
}}
}}