Anonymous

ὀψοφάγος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψοφάγος''': [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων [[ἄνευ]] ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, [[οἷον]] ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, [[λαίμαργος]], ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, [[μάλιστα]] τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· [[ὀψοφάγος]] εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 37. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.
|lstext='''ὀψοφάγος''': [ᾰ], ὁ, ὁ ἐσθίων [[ἄνευ]] ἄρτου ἐδέσματα μετ’ ἄρτου ἐσθιόμενα, [[οἷον]] ἰχθῦς καὶ ἄλλα τοιαῦτα προσφάγια, ὁ δειπνῶν πολυτελῶς, [[λαίμαργος]], ὁ ἀγαπῶν ἐμμανῶς τὰ καλὰ φαγητά, [[μάλιστα]] τοὺς ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 810, Κηφισόδωρος ἐν «Ὑὶ» 3, Ἀντιφάνης ἐν «Πλουσίοις» 1. 5, Εὔβουλος ἐν «Πορνοβοσκῷ» 1· [[ὀψοφάγος]] εἶ καὶ κνισολοῖχος (ἢ -οιχὸς) Σώφιλος ἐν «Φιλάρχῳ» 2. πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2 κ.ἑξ., Τίμαι. 71. - Ἀνώμαλ. Ἀττ. ὑπερθ. ὀψοφαγίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 37. ΙΙ. [[ὄνομα]] ἰχθύος, Ὀππ. Ἀλ. 1. 141.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>litt.</i> qui mange des mets sans pain ; qui aime la bonne chère, friand, gourmet.<br />'''Étymologie:''' [[ὄψον]], [[φαγεῖν]].
}}
}}