3,277,121
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοπή''': ἡ, = [[σκοπιά]], [[τόπος]] ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, [[πύργος]] χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. [[προσοχή]], [[παρατήρησις]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φύλαξις]], πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29. | |lstext='''σκοπή''': ἡ, = [[σκοπιά]], [[τόπος]] ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, [[πύργος]] χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. [[προσοχή]], [[παρατήρησις]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[φύλαξις]], πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu d’où l’on observe, observatoire;<br /><b>2</b> action d’observer.<br />'''Étymologie:''' R. Σκεπ, observer ; v. [[σκέπτομαι]]. | |||
}} | }} |