Anonymous

ὑπόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόχαλκος''': -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος [[μετὰ]] χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], [[ὑποσίδηρος]], [[ὑπόχρυσος]]. 2) ὁ ἠχῶν ὡς [[χαλκός]], ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον».
|lstext='''ὑπόχαλκος''': -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος [[μετὰ]] χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. [[ὑπάργυρος]], [[ὑποσίδηρος]], [[ὑπόχρυσος]]. 2) ὁ ἠχῶν ὡς [[χαλκός]], ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων [[χρῶμα]] χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ [[χρυσίον]], ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ [[νόμισμα]], παραχαράξιμον».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> falsifié, faux, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]].
}}
}}