Anonymous

χαλκεών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκεών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[χαλκεῖον]], [[σιδηρουργεῖον]], βῆ δ’ [[ἴμεν]] ἐς χαλκεῶνα [[[ἔνθα]] τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν ὡς μία [[συλλαβή]]], Ὀδ. Θ. 273, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41.
|lstext='''χαλκεών''': -ῶνος, ὁ, Ἐπικ. ἀντὶ [[χαλκεῖον]], [[σιδηρουργεῖον]], βῆ δ’ [[ἴμεν]] ἐς χαλκεῶνα [[[ἔνθα]] τὸ εω προφέρεται κατὰ συνίζησιν ὡς μία [[συλλαβή]]], Ὀδ. Θ. 273, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 41.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />endroit où l’on travaille l’airain, le cuivre <i>ou</i> le fer, forge, fonderie.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκεύς]].
}}
}}