Anonymous

παλίουρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίουρος''': ὁ (Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 2, Ἀθήν. 649D), ἢ ἡ (Ἀνθ. Π. 9. 414), [[εἶδος]] ἀκανθώδους θάμνου, κοινῶς, «παλιουριὰ» καὶ «παλιοῦρι», Rhamnus paliurus, L., Εὐρ. Κύκλ. 394, Θεοκρ. 24. 87, κτλ.· πρβλ. [[ῥάμνος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλίουρος]]· [[κάδος]]. [[ἀντλητήρ]]. καὶ τὸ θαμνῶδες [[δένδρον]]».
|lstext='''πᾰλίουρος''': ὁ (Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 2, Ἀθήν. 649D), ἢ ἡ (Ἀνθ. Π. 9. 414), [[εἶδος]] ἀκανθώδους θάμνου, κοινῶς, «παλιουριὰ» καὶ «παλιοῦρι», Rhamnus paliurus, L., Εὐρ. Κύκλ. 394, Θεοκρ. 24. 87, κτλ.· πρβλ. [[ῥάμνος]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παλίουρος]]· [[κάδος]]. [[ἀντλητήρ]]. καὶ τὸ θαμνῶδες [[δένδρον]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />paliure <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG πάλι-, [[οὖρον]], la plante étant diurétique.
}}
}}