Anonymous

καθεύδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθεύδω''': (οὕτω καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. 2. 95, ἀλλ’ ἐν νεωτέραις ἐκδόσεσι γράφεται [[κατεύδω]]): παρατ. καθεῦδον, Ὅμ.., Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 495· καθηῦδον Πλάτ. Συμπ 217D, κ. ἀλλ.· ἐκάθευδον Λυσ. 93. 1., 94. 1, Ξεν. Οἰκ. 7. 11: μέλλ. καθευδήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 419, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30, κτλ.: οὐχὶ Ἀττ. ἀόρ. ἐκαθεύδησα Ἱππ. 538. 54, Λουκ. Ὄρν. 6: πρκμ. καθηύδηκα Ἐπιφάν. Ι. σ. 418. Πλαγιάζω ἵνα κοιμηθῶ, κοιμῶμαι, Ἰλ. Α. 611, Ὀδ. Α. 4, 304., Ζ. 1, Ἡρόδοτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγρυπνέω]] ἢ [[ἐγρήγορα]], Θέογν. 471, Πλάτ. Φαίδ. 71C. κλ.· καθεύδουσιν [[μάτην]] ἄκραντα [[βάζω]] Αἰσχύλ. Χο. 881· [[οὔτε]] νυκτὸς δύναται καθεύδειν [[οὔτε]] μεθ’ ἡμέραν Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε· τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν, δηλ. ἀγρυπνοῦμεν, Βάτω ἐν «Εὐεργέταις» 1· μαλακῶς καθεύδειν Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1. 6· σκληρῶς καθεῦδον Τιμοκλ. ἐν «Ἰκαρίοις» 4 - ἐπὶ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Ὀδ. Θ. 313· καθ. μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 219D· - [[καθόλου]], [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι [[κἀκεῖ]] καθ. Ἀνδοκ. 7. 10· - καθ. ἐπὶ ξύλου, ἐπὶ ὄρνιθος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - ἐκ τοῦ καθεύδοντος, ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Φαίδ. 72Β. ΙΙ. μεταφ., διατελῶ [[ἀργός]], οὐ καθεύδουσιν χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 20, Ἀν. 1. 3, 11, Δημ. 438. 15· καθ. τὸν βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον ἐν ὕπνῳ, ἐν ἀργίᾳ, Πλάτ. Πολ. 404Α· ἀντίθετον τῷ ἐνεργεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 1· ἀντίθετον τῷ προσέχειν τοῖς πράγμασι, Πλουτ. Πομπ. 15. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διατελῶ ἐν ἡσυχίᾳ, [[ἡσυχάζω]], ἐλπίδες [[οὔπω]] καθ. Εὐρ. Φοίν. 634· καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Πλάτ. Νόμ. 771D· τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. Πλουτ. Ἀγησ. 30. = [[Κατὰ]] τὸν Schleusner, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, ὡς τὸ κοιμᾶσθαι, ἀλλ’ ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουσι τὸ [[ἐναντίον]] πλὴν τοῦ ἐν τῇ Α΄ πρὸς Θεσσ. Ἐπιστ. ε΄, 10, [[ἔνθα]] σχετίζεται πρὸς τὴν συνήθη σημασίαν ἐν ἐδαφ. 6· πρβλ. καλὸς [[νέκυς]], οἷα καθεύδων Βίων 1. 71.
|lstext='''καθεύδω''': (οὕτω καὶ τὰ ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. 2. 95, ἀλλ’ ἐν νεωτέραις ἐκδόσεσι γράφεται [[κατεύδω]]): παρατ. καθεῦδον, Ὅμ.., Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 495· καθηῦδον Πλάτ. Συμπ 217D, κ. ἀλλ.· ἐκάθευδον Λυσ. 93. 1., 94. 1, Ξεν. Οἰκ. 7. 11: μέλλ. καθευδήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 419, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 30, κτλ.: οὐχὶ Ἀττ. ἀόρ. ἐκαθεύδησα Ἱππ. 538. 54, Λουκ. Ὄρν. 6: πρκμ. καθηύδηκα Ἐπιφάν. Ι. σ. 418. Πλαγιάζω ἵνα κοιμηθῶ, κοιμῶμαι, Ἰλ. Α. 611, Ὀδ. Α. 4, 304., Ζ. 1, Ἡρόδοτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγρυπνέω]] ἢ [[ἐγρήγορα]], Θέογν. 471, Πλάτ. Φαίδ. 71C. κλ.· καθεύδουσιν [[μάτην]] ἄκραντα [[βάζω]] Αἰσχύλ. Χο. 881· [[οὔτε]] νυκτὸς δύναται καθεύδειν [[οὔτε]] μεθ’ ἡμέραν Πλάτ. Φαῖδρ. 251Ε· τὰς νύκτας οὐ καθεύδομεν, δηλ. ἀγρυπνοῦμεν, Βάτω ἐν «Εὐεργέταις» 1· μαλακῶς καθεύδειν Ἀντιφάν. ἐν «Παρεκδιδομένῃ» 1. 6· σκληρῶς καθεῦδον Τιμοκλ. ἐν «Ἰκαρίοις» 4 - ἐπὶ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι Ὀδ. Θ. 313· καθ. μετά τινος Πλάτ. Συμπ. 219D· - [[καθόλου]], [[διέρχομαι]] τὴν νύκτα, τὴν βουλὴν εἰς ἀκρόπολιν ἰέναι [[κἀκεῖ]] καθ. Ἀνδοκ. 7. 10· - καθ. ἐπὶ ξύλου, ἐπὶ ὄρνιθος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1431· - ἐκ τοῦ καθεύδοντος, ἐκ τῆς καταστάσεως τοῦ ὕπνου, Πλάτ. Φαίδ. 72Β. ΙΙ. μεταφ., διατελῶ [[ἀργός]], οὐ καθεύδουσιν χερὶ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 20, Ἀν. 1. 3, 11, Δημ. 438. 15· καθ. τὸν βίον, διέρχεσθαι τὸν βίον ἐν ὕπνῳ, ἐν ἀργίᾳ, Πλάτ. Πολ. 404Α· ἀντίθετον τῷ ἐνεργεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 1· ἀντίθετον τῷ προσέχειν τοῖς πράγμασι, Πλουτ. Πομπ. 15. 2) ἐπὶ πραγμάτων, διατελῶ ἐν ἡσυχίᾳ, [[ἡσυχάζω]], ἐλπίδες [[οὔπω]] καθ. Εὐρ. Φοίν. 634· καθεύδειν ἐᾶν ἐν τῇ γῇ κατακείμενα τείχη Πλάτ. Νόμ. 771D· τοὺς νόμους ἐᾶν καθ. Πλουτ. Ἀγησ. 30. = [[Κατὰ]] τὸν Schleusner, ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐπὶ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου, ὡς τὸ κοιμᾶσθαι, ἀλλ’ ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἀποδεικνύουσι τὸ [[ἐναντίον]] πλὴν τοῦ ἐν τῇ Α΄ πρὸς Θεσσ. Ἐπιστ. ε΄, 10, [[ἔνθα]] σχετίζεται πρὸς τὴν συνήθη σημασίαν ἐν ἐδαφ. 6· πρβλ. καλὸς [[νέκυς]], οἷα καθεύδων Βίων 1. 71.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. att.</i> καθηῦδον <i>ou</i> [[ἐκάθευδον]], <i>f.</i> καθευδήσω;<br />se coucher <i>ou</i> être couché pour dormir ; dormir ; <i>fig.</i> être endormi, dormir <i>en parl. d’espérances, etc.</i> ; τοὺς νόμους [[ἐᾶν]] καθεύδειν PLUT laisser dormir les lois.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εὕδω]].
}}
}}